Πριαμίδη

Πριαμίδη
Πριαμίδης
priam
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πριαμίδῃ — Πριαμίδης priam masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …   Dictionary of Greek

  • Δηίπυλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Στη μυθολογία αναφέρεται ως γιος του βασιλιά της Θράκης Πολυμήστορα και της Iλιόνης, κόρης του Πρίαμου και της Εκάβης. Στην Ιλιόνη εμπιστεύθηκαν οι γονείς της τον αδελφό της Πολύδωρο για να τον αναθρέψει μακριά από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”